
• Η μαύρη τρούφα χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα και πωλείται στην αγορά 300 – 1000 € ανά κιλό, ενώ η λευκή χρησιμοποιείται ωμή σε μικρότερες ποσότητες και κοστίζει 500 – 4000 € ανά κιλό.
• Πέρυσι, σε δημοπρασία που έγινε για φιλανθρωπικό σκοπό στην Ιταλία ένας «λάτρης» του μανιταριού πλήρωσε για λευκή ιταλική τρούφα βάρους 1,2 κιλών, το ποσό των 95.000 ευρώ.
• Το χρώμα, η γεύση και το άρωμα της καθορίζονται από το είδος του δέντρου αυτού, π.χ. αυτές που βρίσκονται κοντά σε βελανιδιές έχουν πιο έντονο άρωμα, ενώ αυτές που βρίσκονται κοντά σε τίλιο έχουν πιο ανοιχτό χρώμα και πιο γλυκό άρωμα.
• Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστή με το όνομα ύδνον και πίστευαν ότι δημιουργείται από τις αστραπές που έριχνε ο Δίας στη γη.
• Σύμφωνα με τους αρχαίους Ρωμαίους, οι καλύτερες τρούφες βρίσκονταν στην Ελλάδα και στη Λιβύη, ενώ για τον Ιταλό γιατρό Bartolomeo Platina (1400) στην Αφρική, στη Συρία, στην Ελλάδα και στη Λιβύη. Στην Ανατολή είναι διαδεδομένη τόσο στην Κίνα όσο και στην Ιαπωνία.
• Στη Ευρώπη του 1600 η τρούφα ονομαζόταν «σκόρδο των πλουσίων» λόγω του ελαφρού αρώματος σκόρδου που έχει και φυσικά επειδή καταναλωνόταν μόνο από ευγενείς.
• Στη Γαλλία, αρχικά για την αναζήτηση της τρούφας χρησιμοποιήθηκαν χοίροι. Σήμερα γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με εκπαιδευμένους σκύλους.
Ακόμη και φυτεία σε έκταση 3 στρεμμάτων μπορεί να αποφέρει ένα καλό εισόδημα. Με τις τρέχουσες τιμές, το κόστος εγκατάστασης φυτείας ανά στρέμμα κυμαίνεται από 1.000 έως 1.500 ευρώ, ενώ το καθαρό κέρδος – μετά από μια 5ετία – μπορεί να φθάσει τα 1.500 ευρώ το στρέμμα. Αυτό σημαίνει ότι σε μία χρονιά καλύπτεται το κόστος της αρχικής επένδυσης. Σε κάθε στρέμμα προτείνεται η φύτευση 30 -50 δέντρων, ενώ απαγορεύεται η χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Στα πλεονεκτήματα της τρούφας περιλαμβάνονται η οικολογική καλλιέργεια φιλική προς το περιβάλλον, δεν υπάρχει πρόβλημα διάθεσης, απαιτεί λίγη χειρωνακτική εργασία και εξισορροπεί την αποψίλωση των δασών.